ορτυγοθηρας

ορτυγοθηρας
    ὀρτυγοθήρας
    ὀρτῠγο-θήρας
    -ου ὅ охотник на перепелов Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ορτυγοθηρας" в других словарях:

  • ορτυγοθήρας — ο (Α ορτυγοθήρας) κυνηγός ορτυκιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • ὀρτυγοθῆραι — ὀρτυγοθήρας quail catcher masc nom/voc pl ὀρτυγοθήρης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυοθήρας — δικτυοθήρας, ο (AM) αυτός που κυνηγάει ζώα και πουλιά με δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + θήρας < θήρα «κυνήγι» (πρβλ. ορνιθοθήρας, ορτυγοθήρας] …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»